- ελληνόφρων
- (-όνος), ων, ον симпатизирующий, сочувствующий грекам
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Ἑλληνόφρων — with Greek tastes masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἑλληνοφρόνων — Ἑλληνόφρων with Greek tastes masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἑλληνόφρονα — Ἑλληνόφρων with Greek tastes masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἑλληνόφρονος — Ἑλληνόφρων with Greek tastes masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελληνόφρονας — ο (AM ἑλληνόφρων) νεοελλ. αυτός που συμπαθεί τους Έλληνες και υποστηρίζει τα συμφέροντα και την πολιτική τους αρχ. μσν. ειδωλολάτρης αρχ. ο αναθρεμμένος σύμφωνα με την ελληνική παιδεία … Dictionary of Greek
φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… … Dictionary of Greek